ντα κάπο

ντα κάπο
άκλ.
1. μουσικός όρος ο οποίος δηλώνει ότι η εκτέλεση ενός τμήματος μιας μουσικής σύνθεσης πρέπει να επαναληφθεί από την αρχή
2. (ως επίρρ.) εκ νέου, πάλι, από την αρχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. da capo «από την αρχή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Γουινέα-Μπισάου — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γουινέα Μπισάου Παλαιότερη ονομασία: Πορτογαλλική Γουινέα Έκταση: 36.120 τ.χλμ Πληθυσμός: 1.345.479 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Μπισάου (288.295 κάτ. το 2002)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Β με την Σενεγάλη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”